συντομογραφία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συντομογραφία • (syntomografía) f (plural συντομογραφίες)
- (grammar) abbreviation
- «μτφρ.» είναι μια συντομογραφία για τη μετάφραση
- «mtfr.» eínai mia syntomografía gia ti metáfrasi
- “trans.” is an abbreviation for translation
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντομογραφία (syntomografía) | συντομογραφίες (syntomografíes) |
genitive | συντομογραφίας (syntomografías) | συντομογραφιών (syntomografión) |
accusative | συντομογραφία (syntomografía) | συντομογραφίες (syntomografíes) |
vocative | συντομογραφία (syntomografía) | συντομογραφίες (syntomografíes) |
Related terms
[edit]- see: συντομεύω (syntomévo, “to shorten”)
See also
[edit]- αρκτικόλεξο n (arktikólexo, “initialism”)
- ακρωνύμιο n (akronýmio, “initialism”)
Further reading
[edit]- συντομογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el