Jump to content

συντομογραφία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συντομογραφία (syntomografíaf (plural συντομογραφίες)

  1. (grammar) abbreviation
    «μτφρ.» είναι μια συντομογραφία για τη μετάφραση
    «mtfr.» eínai mia syntomografía gia ti metáfrasi
    “trans.” is an abbreviation for translation

Declension

[edit]
Declension of συντομογραφία
singular plural
nominative συντομογραφία (syntomografía) συντομογραφίες (syntomografíes)
genitive συντομογραφίας (syntomografías) συντομογραφιών (syntomografión)
accusative συντομογραφία (syntomografía) συντομογραφίες (syntomografíes)
vocative συντομογραφία (syntomografía) συντομογραφίες (syntomografíes)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]