κανοῦν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κᾰνεο-, κᾰνου- | |||||
ονομαστική | τὸ | κάνεον > κανοῦν | τὰ | κάνεᾰ > κανᾶ | |
γενική | τοῦ | κανέου > κανοῦ | τῶν | κανέων > κανῶν | |
δοτική | τῷ | κανέῳ > κανῷ | τοῖς | κανέοις > κανοῖς | |
αιτιατική | τὸ | κάνεον > κανοῦν | τὰ | κάνεᾰ > κανᾶ | |
κλητική ὦ! | κάνεον > κανοῦν | κάνεᾰ > κανᾶ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κανέω > κανώ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κανέοιν > κανοῖν | |||
2η κλίση, ομάδα 'κάνεον κανοῦν', Κατηγορία 'κανοῦν' όπως «κανοῦν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανοῦν ουδέτερο
- αττικός τύπος του κάνεον (συνηρημένο)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'κάνεον κανοῦν' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κανοῦν' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κανοῦν' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αττική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)